(BG)
![]() ![]() ΑναμνησηΕίχα ένα σύντροφο, φίλο καλό, μόνο...έβηχε άσχημα. Κι ήτανε θερμαστής, κουβάλαγε κοφίνια κάρβουνο, πέταγε σκουριά δώδεκα ώρες τη νύχτα. Θυμάμαι τα μάτια αυτού του θερμαστή. Πόσο αχόρταγα καταβροχθίζαν κάθε αχτίδα που κατά τύχη μες τις καπνιές – αν καί σπάνια – χώνονταν ως το κλουβί μας. Πόσο γεννιόταν μέσα τους γοργά, γεμάτη πυρετό, μια δίψα, την άνοιξη, όταν θροΐζαν τα φύλλα στην αυλή, στον ορίζοντα όταν τα σμήνη των πουλιών πετούσαν. Κι εγώ ένοιωθα να παρακαλούν αυτά τα μάτια, να υποφέρουν και μάλιστα βαριά να υποφέρουν.
Σαν να παρακαλούσαν γιά λίγο έλεος, νάρθει η άνοιξη, νάρθει ακόμα μιά άνοιξη, Ετούτη η άνοιξη ήρθε υπέροχη με ήλιο με ανάσες ζεστές και ρόδα. Μακρυνή μενεξεδένια ευωδιά σκορπούσε στον καθαρό ουρανό. Μα μέσα εδώ ήταν σκοτάδι, και βάραιναν τα λόγια των καταπιεσμένων... Κι έτσι λοιπόν, ξάφνου ή ζωή μας τα μπέρδεψε. Το μοτέρ δε λειτουργούσε πιά καλά άρχισε ύποπτους ρόγχους να εκπέμπει κι ύστερα...σταμάτησε. Δεν ξέρω γιατί, μα ίσως ήταν που ο σύντροφος είχε πεθάνει. Μπορεί να μην ήταν κι έτσι, μπορεί τ’ αχόρταγο μοτέρ να περίμενε ένα χέρι μες στης ζωής την κόλαση να πετάξει έγκαιρα, ένα στρώμα από λιγνίτη. Ναί, μπορεί. Εγώ δέν ξέρω. Σάμπως φαινόταν, το μοτόρι, τραυλίζοντας κιόλα, με φλυαρία, να με ρωτάει με οδύνη: “Που είναι τ’ αλλο τό παλληκάρι;...” Εκείνος – ο άλλος – πέθανε. Και να έξω είναι άνοιξη. Μακρυά πετούνε τα πουλιά στον ουρανό. Μα αυτός ποτέ του πιά δε θα τα δεί. Και τι σύντροφος ήταν... Φίλος καλός... Μόνο, έβηχε άσχημα. Ένας θερμαστής, που κουβάλαγε κοφίνια κάρβουνο και σβάρνιζε σκουριά δώδεκα ώρες τη νύχτα.
![]() ![]() ![]() |