![]() ![]() ΠιστηΙδού – άναπνέω, δουλεύω, ύπάρχω, και στίχους γράφω (κατά τη δύναμή μου). Μέ τή ζωή, κάτω άπ’ τά φρύδια κοιτιόμαστε αυστηρά και παλεύω μαζί της όσο μπορώ. Με τη ζωή τάχω τσουγκρίσει άλλά μη βάλεις στο μυαλό σου πως τη μισώ τη ζωή. Το αντίθετο. Το αντίθετο! Ακόμα και την ώρα του θανάτου, τη ζωή αυτή, με τίς χοντρές ατσάλινες χερούκλες, εγώ πάλι θ’ αγαπώ εγώ πάλι θ’ αγαπώ. Άς ποΰμε, τώρα αν μου κρεμούσαν τη θηλειά στο λαιμό και με ρωτούσαν: “Λοιπόν, νά ζήσεις θές μιά ώρα ακόμα;” Αμέσως θάβγαινε η κραυγή μου: “Βγάλτε την! Βγάλτε την! Πιό γρήγορα βγάλτε τη θηλειά, κακούργοι!”
Γιά δαύτην, τη ζωή, θα έκανα τα πάντα. θα πέταγα σε πτήση δοκιμαστική στον ούρανό, θάμπαινα σε βουερή ρουκέττα, μόνος μου θ’ αναζητούσα στό άπειρο τους μακρυνούς πλανήτες. Τουλάχιστον θα αισθάνομαι μια ευχάριστη λαχτάρα όταν κοιτάζω πώς ψηλά ο ουρανός πάει στό γαλάζιο. Τουλάχιστο θα αισθάνομαι μια ευχάριστη λαχτάρα μια που ακόμα ζω μια που θα υπάρχω άκόμα. Κι ακόμα, αν υποθέσουμε πως μου παίρνατε – πόσο; κόκκο σταριού από την πίστη μου, θα κραύγαζα τότε θα ούρλιαζα απ’τον πόνο σαν τον πληγωμένο στην καρδιά του πάνθηρα. Και τι θα απόμενε τότε από μένα;
Στιγμές μετά τη ληστεία θα ήμουν ξεφτισμένος. Κι ακόμα πιό ξάστερα, ακόμα πιό ντόμπρα, στιγμές μετά τη ληστεία θα ήμουν ένα τίποτα. Ίσως να θέλετε να την τσακίσετε την πίστη τη δικιά μου πως θάρθουν ευτυχισμένες μέρες, την πίστη τη δικιά μου πως αύριο θάναι η ζωή πιό ώραία η ζωή πιό μεστή. Και πως, παρακαλώ, θα επιτεθείτε; Με σφαίρες; “Ε, όχι. Ακατάλληλο! Πίσω - δεν αξίζει!” Αυτή ’ναι θωρακισμένη γερά μέσα στα στήθια μου κι αντιαρματικά φυσίγγια γιά δαύτην δεν εφευρέθηκαν ακόμη! Δεν εφευρέθηκαν.
![]() ![]() ![]() |