(BG)
![]() ![]() Η φαμπρικαΦάμπρικα. Πάνω της σύννεφα καπνού. Κόσμος απλός, η ζωή δύσκολη, άνιαρή, ζωή χωρίς προσωπίδα και φτιασίδια, σκυλί ξεδοντιασμένο, αγριεμένο. Και πρέπει να παλεύεις ασταμάτητα και πρέπει νάσαι πεισματάρης φοβερός, γιά ν’ αποσπάσεις απ’ τά δόντια αυτου του φριχτού λυσσιάρικου σκυλιού ένα κομμάτι ψωμί. Στις αίθουσες πλαταγίζουν οί ιμάντες οι άξονες τρίζουνε σε κάθε γωνιά. Κι είναι όλα τόσο πνιγηρά πού δέ μπορείς εύκολα ν’ αναπνέυσεις. Κι όχι μακρυά τ’ ανοιξιάτικο αγέρι λικνίζει τα χωράφια, ο ήλιος λάμπει... Τα δέντρα αγγίζουν τον ουρανό κι οι σκιές ακουμπάνε στης φάμπρικας τους τοίχους. Πόσο ξένος όμως, πόσο άχρηστος εδώ πέρα, τελείως ξεχασμένος που είναι αύτός ό κάμπος! Θαρρείς έχουν πετάξει στα σκουπίδια τά ειδύλια καί τον γαλάζιο ουρανό. Γιατί μιανής στιγμής αφηρημάδα, ένα λεπτό άν η καρδιά σου μαλακώσει, πάει, άδικα θά χάσεις τα εργατικά γερά σου μπράτσα. Και πρέπει ολοένα να κραυγάζεις για να μπορέσουνε τα λόγια κατανοητά να διασχίσουν το διάστημα που όλους τους χωρίζει. Εγώ, φώναζα χρόνiα, μιά αιωνιότητα, κατάλαβα πως κι άλλοι φώναζαν, οι μηχανές, η φάμπρικα, κι ο άνθρωπος, απ’ την πιό μακρυνή και σκοτεινή γωνιά. Κι αυτή η κραυγή έγινε το μίγμα που μ’ αυτό ατσαλώσαμε τη ζωή μας έτσι που αν την βάλλεις μιά άξονα στη ρόδα θα σπάσει το δικό σου χέρι. Κι εσύ, φάμπρικα, προσπαθάς ακόμα καί στοιβάζεις καπνούς κι αιθάλη στον ουρανό τό’να στρώμα μετά τό άλλο. Αλλά μάταια! Γιατί εσύ μας έμαθες τόν αγώνα – θα κατεβάσουμε ’μείς τον ήλιο κοντά μας. Φάμπρικα, που με πόνο πλακώνεις τόσους καί τόσους, με καπνισμένα από μαύρο κόπο μούτρα, μιά καρδιά μέσα σου, ακούραστα χτυπάει μαζί μέ χιλιάδες άλλες.
![]() ![]() ![]() |